Τρίτη 12 Μαΐου 2015

1930 : μετά από οχτώ χρόνια στις αλησμόνητες πατρίδες



ΚΥΡΙΑΚΗ 26-10-1930

ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΟΥΝΤΑΙ

ΟΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΝ

 ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ
(Φίλος της  «Μακεδονίας» παλαιός συνεργάτης της, κρυπτόμενος υπό το ψευδώνυμον «Αδριανουπολίτης» δια λόγους ανωτέρους της θελήσεώς του,  και ευρισκόμενος εις Κωνσταντινούπολιν ήδη, μας απέστειλε μίαν θαυμασίαν περιγραφήν του πρώτου του ταξειδίου εις την Τουρκίαν. Από την περιγραφήν του «Αδριανουπολίτου» αναπηδούν όλα τα συναισθήματα, με τα οποία παλαίει κάθε Έλλην που αντικρίζει παρομοίας περιπτώσεις. Είναι γραμμένη με πόνον, με συγκίνησιν, και πολλήν  εκφραστικότητα. Ακόμη και αι λεπτομέρειαι αποτελούν τεραστίας εικόνας δι΄εκείνους που κατάγονται από τα μέρη αυτά τα αλησμόνητα (και που τα έχασαν τόσον τραγικά).

ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΣ Οκτώβριος:
        Είχα χρόνια και καιρούς να πατήσω στην Τουρκία. Η τελευταία συμφωνία που υπεγράφη εις την Άγκυρα μου έδωκε το δικαίωμα και μ΄ εγαργάρισε. Ωραίο  θα ήταν ένα ταξείδι δια μέσου της Ανατολικής Θράκης. Όνειρό μου ήτο να ιδώ την Αδριανούπολιν την γενέθλιάν μου πατρίδα.
         Και επί τέλους το ηξιώθην. Ύστερα από ένα κοπιώδες ταξείδι που έκαμα διασχίζων ολόκληρο την Βόρειο και Ανατολικήν Ελλάδα έως εις την Ορεστιάδα, εμπήκα εις την αξέχαστή μας Αδριανούπολιν.
          Η αλλαγή της ώρας που έγινε στα σύνορα, έφερεν γή και στα συναισθήματά της. Η αμεριμνησία και η εμπιστοσύνη που ησθανόμην καθ΄όλην την χθεσινήν ημέραν μέσα στο ελληνικό έδαφος, άθελά μου έχουν φύγη από μέσα μου και κάποια ανησυχία, αδικαιολόγητος βέβαια, εφώληασε στην καρδιά μου. Κάτι σιλουέτες τούρκων χωρικών που έβλεπα φευγαλέες να χάνονται πίσω απ΄την αμαξοστοιχία, μου ενθύμιζαν τους τσέτες της Μικρασίας. Κι εν τούτοις οι εικόνες αυτές δεν ήσαν πραγματικές: ανήκον στο παρελθόν.
Όταν η αμαξοστοιχία εμπήκε στο σταθμό της Αδριανουπόλεως, ήμουν κρεμασμένος στο παράθυρο. Ανυπομονούσα να ιδώ τους μοντέρνους Τούρκους με τα καπέλα και προ παντός καμιά μοντέρνα χανούμισσα… Μα ο σταθμός ήταν έρημος. Μερικοί υπάλληλοι των Ανατολικών σιδηροδρόμων μονάχα επηγαινοήρχοντο στις γραμμές και  δυο αστυνομικοί έκαμναν αμίλητοι τη βόλτα τους κατά μήκος της αμαξοστοιχίας.
Πλάι στο σταθμό, μεταξύ είκοσι καταστημάτων κλειστών, λειτουργεί ένα εστιατόριο, μέσα στο οποίο κάτι λεβαντίνοι υπάλληλοι, που μιλάν γαλλικά, ετοιμάζουν τα φαγητά για το μεσημέρι.
Ύστερα από τη γρήγορη επισκόπησι του σταθμού, που είναι απογοητευτική, μια επιθυμία με καταλαμβάνει,  να ιδώ την Αδριανούπολη. Την πόλη αυτή που άδειασε το 1922 σε εικοσιτέσσερες ώρες και έμεινε έρημη και ερειπωμένη, τώρα δε τελευταία δοκιμάσθηκε σκληρά κι από ΄να πρωτοφανή κυκλώνα. ΄Επρεπε με κάθε θυσία να ιδώ την Αδριανούπολι. Γιατί παιδί της είμαι. Παιδί της ήμουν κάποτε και από τον ήλιο της ελουζόμουν και από την δροσιά της ανέπνεα και κάτω από το στερέωμά της εμεγάλωσα.

ΣΤΟ ΚΑΡΑΚΟΛΙ
          Κατέβηκα από το βαγόνι και σαν να μη ήξερα ότι δεν επιτρέπεται η απομάκρυνσις των ξένων από τον σταθμό, επήγα προς συνάντησιν ενός από τους «πολιτσιάνους», ο οποίος μου φάνηκε λιγότερο σκυθρωπός.
          - Je suis journalist, του είπα, ελπίζοντας πως θα καταλάβαινε λίγα γαλλικά και ενθυμηθείς το παλαιόν μου επάγγελμα. Ο αστυνομικός όμως εσήκωσε τους ώμους του και μουρμούρισε κάτι τι τουρκιστί.
          Τότε εθυμήθηκα ότι η εφημερίδα στη γλώσσα του λέγεται γκαζέττα και έσπευσα να του ξαναπαρουσιαστώ.
          - Γιουνάν Γκαζέτατζη.
          Ο άνθρωπος εκατάλαβεν επί τέλους, χαμογέλασε υποκλινόμενος και με έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω.
          Με οδήγησε στο καρακόλι του σταθμού, όπου με παρουσίασε στον αξιωματικό του, που με εδέχθηκε φιλοφρονητικά.
          Είπα αμέσως τι ήθελα και παρ΄ελπίδα μου εδόθη η άδεια να πάω έως τη γέφυρα του Έβρου, με την διαφοράν ότι θα με συνόδευε και ένας αστυφύλαξ. Εδέχθηκα με χαράν την συνοδείαν που στην περίστασι αυτή θα μου ήταν τιμητική και έσπευσα να φύγω από φόβο μήπως μετανοήσουν την τελευταία στιγμή. Το τραίνο θα ξεκινούσε μετά μισή ώρα, κι έτσι προφθάναμε να πεταχτούμε ως τη γέφυρα με ένα από τα παληά αμάξια που περίμεναν στο σταθμό.

ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΠΕΝΘΙΜΟΝ
          Πράγματι σε δέκα λεπτά διασχίσαμε ολόκληρο τη λεωφόρο του σταθμού, έχοντας αριστερά τον Έβρο που κυλούσε φουσκωμένος τα νερά του και το πυκνό δάσος που φυλλορροούσε. Ο δρόμος ήταν εντελώς έρημος και ο κρότος των τροχών του αραμπά πάνω στο λιθόστρωτο ήταν ο μόνος που ακουότανε εκεί.
          Όταν φθάσαμε στη γέφυρα του  Έβρου και τ΄αμάξι σταμάτησε πλάι στο ερειπωμένο κτίριο του πάλαι ποτέ ελληνικού φυλακείου, ένα πένθιμο θέαμα παρουσιάσθηκε στα μάτια μας.  Ολόκληρη η Αδριανούπολις ήταν απλωμένη μπροστά μας πέρα απ΄τον Έβρο.
          Οι μιναρέδες των τζαμιών, που άλλοτε φαίνονταν  να τρυπούν τον ουρανό, τώρα μένουν σπασμένοι από την μέση κι επάνω συνεπεία του τυφώνος που επέρασε απ΄εδώ, εδώ και δυο μήνες. Ιδίως το πέρασμα του κυκλώνος φαίνεται στους μιναρέδες του τεμένους του Σουλτάν Σελήμ, οι τρεις εκ των οποίων είναι ακρωτηριασμένοι και ο τέταρτος μένει χωρίς την τσίμπα του.
Μακρυά στο βάθος διακρίνω και το βυζαντινό ωρολόγιον του αυτοκράτορος Ιωάννου Τσιμισκή που δεν φαίνεται να έχη πάθη τίποτε από την τελευταία θεομηνία, η οποία αφάνισε τα τουρκικά μνημεία.
          Προχωρώντας πάνω στη γέφυρα για να βλέπω καλλίτερα έφθασα έως το κέντρο της και είχα σκοπό να τραβήξω παρά πέρα αν ο συνοδός μου δεν στεκόταν μπροστά μου και δεν μούλεγε με όλην του την  ευγένειαν ότι ήτο: γιασσάκ…
          Συνεμορφώθην με την διαταγήν αύτην και δεν επροχώρησα περισσότερο. Ως τόσο μπόρεσα να ιδώ από το κέντρο της γέφυρας ολόκληρο το δρόμο που απλωνόταν έως την παληά γέφυρα του Αχμέτ  Πασά. Είδα στις δυο πλευρές του μαγαζιά κλειστά και ερειπωμένα, αλλ΄άνθρωποι πουθενά.
          Εξέφρασα γι΄αυτό με νοήματα την απορία μου στον αστυφύλακα, ο οποίος ηρκέσθη ν΄ αναστενάξη. Ποιος ξεύρει; Ίσως εκείνην την στιγμήν να λυπότανε διότι οι συμπατριώται του ρωμηοί έφυγαν από την Αδριανούπολι και την αφήκαν έρημη.

ΣΤΟ ΚΑΡΑΓΑΤΣ
          Σε λίγη ώρα γύρισα θλιμμένος στον αραμπά που μας  περίμενε και τραβήξαμε πάλι για το σταθμό. Την φοράν αυτήν εκάμαμε δεξιά από γεφυράκι του Καραγάτς και μπήκαμε μέσα στο παληό ελληνικό προάστιο που είναι τελείως ερειπωμένο. Από τα πεντακόσια σπίτια  που είχε  άλλοτε κι από τις εκκλησιές του, μόνο η φραγκοεκκλησιά των Φρέρηδων μένει και ένα μέγαρο Έλληνος υπηκόου, του αποθανόντος Α. Θαλασσινού. Οι Έλληνες κάτοικοί του φεύγοντας είχον φροντίσει να κατεδαφίσουν τα σπίτια τους και ν΄αποκομίσουν τα υλικά για να κτίσουν την Νέαν Ορεστιάδα επί του Ελληνικού εδάφους. Και κατόπιν οι Τούρκοι συνεπλήρωσαν την καταστροφή.
          Όταν επέστρεψα στο σταθμό μόλις πρόφθασα ν΄ανέβω στην αμαξοστοιχία, που ξεκινούσε μετά ένα λεπτό. Κι απ΄το παράθυρο  ευχαρίστησα τον αξιωματικό της Τουρκικής αστυνομίας που ήλθε να με ξεπροβοδίση και να μου εκφράση την χαρά του διότι γνώρισε έναν Έλληνα δημοσιογράφο.
 Ήταν η ψυχή μου σφιγμένη από χίλια συναισθήματα.  Δεν ήξευρα καλά- καλά τι επάθαινα. Εβούρκωσαν για μια στιγμή τα μάτια μου και πήγα ν΄αναλυθώ. Σε λίγο θα εγκατέλειπα την Αδριανούπολι. Και σε λίγο θα μου φαίνονται όλα σαν όνειρο. Το τραίνο θα ξεκινήσει και θα φύγη. Τι μ΄ενδιαφέρει; Ο καθένας τον δικό του πόνο γνωρίζει. Κι εγώ που γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αδριανούπολι, εγώ κι ένας Θεός γνωρίζουν τι αισθάνθηκα κατά το ταξείδι τούτο. Πολλοί θα με νοιώσουν. Και θα ευλαβηθούν τον πόνο μου. Είδα την Αδριανούπολι. Την είδα με ολάνοιχτα γουρλωμένα μάτια. Ερούφηξα τον ήλιο της. Ανέπνευσα τον αέρα της. Επάτησα το χώμα της. Κάποιαν στιγμήν, έσκυψα και πήρα μια χούφτα χώμα. Το άδειασα στην τσέπη μου σαν χρυσάφι. Σαν χρυσάφι. Το ψαχούλευα, το καμάρωνα, το έπαιζα ώρες με την χούφτα μου και με τα δάχτυλα. Θα το κρατήσω για φυλαχτό. Το χώμα τούτο το επάτησαν οι πατέρες μου και των πατέρων μου οι πατέρες. Το χώμα τούτο είναι οι τάφοι  των, αι αναμνήσεις των, η ζωή των. Το χώμα τούτο είναι η Αδριανούπολίς μου η αλησμόνητη !...
                            

Έρευνα κι απόδοση: Γ.Ρ