Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Ομιλία του Στεφ. Καραθεοδωρή (12-1-1820) στην Αστική Σχολή Αδριανουπόλεως


Στο Λόγιο Ερμή (1820, σελ. 356-366 ) δημοσιεύθηκε η  ομιλία που έκανε, επί τη αναλήψει των καθηκόντων του (12 Ιανουαρίου 1820) ως Αρχιδάσκαλος της εν Αδριανουπόλει Σχολής, ο ανδριανουπολίτης λόγιος Στέφανος Καραθεοδωρής, ενώπιον του Πατριάρχου Κυρίλλου, του Μητροπολίτου Δωροθέου Πρώϊου, κληρικών, Δημογερόντων, Επιτρόπων της Σχολής, μαθητών αυτής και των γονέων των και άλλου κόσμου, εις το χώρον του ανακαινισθέντος κτιρίου.






































 Γ.Ρ

Eπιστολής απόσπασμα (31-1-1820) των Επιτρόπων της εν Αδριανουπόλει Σχολής


Στο Λόγιο Ερμή (1820, σ. 354-356 ) δημοσιεύεται το παρακάτω απόσπασμα επιστολής που έστειλαν οι Επίτροποι της εν Αδριανουπόλει Σχολής προς τον κ. Χατζή Βλασάκη Σταύρο, Αδριανουπολίτη εμπόρου στο Βουκουρέστι κι ο οποίος ήτο ο μεγάλος δωρητής της Αστικής Σχολής Αδριανουπόλεως (και Γυμνάσιο αργότερα), για να ενημερωθεί για τα περί της σχολής και τον διορισμό του Αδριανουπολίτη λογίου Στεφάνου Καραθεοδωρή ως Αρχιδάσκαλον της σχολής.

Απόσπασμα επιστολής 31 Ιανουαρίου 1820 των Επιτρόπων της εν Αδριανουπόλει Σχολής προς ένα επίσημον συμπολίτην των, διατρίβοντα εις Βουκουρέστιον

Η μεγάλη προθυμία των συμπολιτών μας δια την μεταρρύθμισιν του σχολείου μας είναι επιρίγραπτος∙ εν γένει όλοι εφιλοτιμήθησαν να συνεισφέρωσι τα κατά δύναμιν. Μεταξύ των λοιπών διακρίνεται ο κύριος Χατζή Βλασάκης Σταύρου έμπορος το επάγγελμα, όστις εξ οικείας προαιρέσεως αφιέρωσεν εις την σχολήν εν υποστατικόν του, εκτιμώμενον επέκεινα των γροσίων είκοσι χιλιάδων.[1] Περικλέον κοντά εις όλα, οι έγκριτοί μας επροίκισαν έτι το σχολείον και με εν εισόδημα χρονικόν περίπου γροσίων πέντε χιλιάδων, τα οποία ήτον άσπρα των Εκκλησιών, και κοινή τη γνώμη αφιερώθη το εισόδημα αυτών προς όφελος του σχολείου, του οποίου η οικοδομή ηυξήνθη έτι μ΄άλλα δύο πλησιάζοντα οσπίτια, και εκαλλωπίσθη αρκετά.
Εν γένει όλη η αναγκαία συνδρομή είχε γένει, και οι συμπολίται μας ευρίσκοντο εις λύπην απερίγραπτον, βλέποντες να χαυνώνεται η καλή των προθυμία, εξ αιτίας οπού δεν εύρισκον ένα αρχιδάσκαλον της σχολής των, τοιούτον ώστε να ημπορούν να περιμένουν από τους κόπους του αναλόγους καρπούς της προθυμίας των.
 Όντες λοιπόν εις τοιαύτην αμηχανίαν, εξαίφνης και περελπίδα ίδομεν έμπροσθέν μας τον, προ χρόνων ικανών, εν Ιταλία διατρίψαντα συμπολίτην ημών εξοχώτατον κύριον Στέφανου Καραθεοδωρή, άνδρα πολυμαθή και σεμνόν τα ήθη.
Σας αφίνομεν λοιπόν να στοχασθήτε την όσην χαράν και αγαλλίασιν έφερε εις όλην την πατρίδα η αιφνίδιος τούτου άφιξις∙ παρευθύς αρχίσαμεν να σκεπτώμεθα κατά μέρος, και κοινή μετά των προυχόντων συμπολιτών, και του σεβαστού ημών Δεσπότου περί της εισάξεώς του εις την σχολήν.
Τέλος μετά διαφόρους συσκέψεις, κοινή γνώμη, απεφασίσθη, ει δυνατόν, η αποκατάστασίς του ως αναγκαίας κι απαραίτητος, τον οποίον μετά την προσήκουσαν ικανήν συνομιλίαν ανεπείσαμεν μετά λόγου κι προθύμως εδέχθη το πρόβλημα. Και δη συνελθόντες εν τω Συνοδικώ της αγιωτάτης Μητροπόλεως μετά των εντιμοτάτων κληρικών και λοιπών προκρίτων συμπολιτών, παρόντος και του σεβαστού ημών Αρχιερέως, απεκαταστήσαμεν αυτόν ψήφω κοινή αρχιδιδάσκαλον της σχολής ημών.
Ούτω λοιπόν εις τας 12 Ιανουαρίου συνελθόντων εις την σχολήν τούτε Παναγιωτάτου Πατριάρχου συμπολίτου ημών κυρίου Κυρίλλου, και σεβαστού ημών Αρχιερέως, μετά των εντιμοτάτων κληρικών και λοιπών προκρίτων της πατρίδος, εξεφώνησεν λόγον περί παιδείας αξιόλογον[2], και την εφεξής ημέραν ήρξατο της αισίας παραδόσεως και ευμεθόδου διδασκαλίας του, όθεν εις ημάς δεν μένει άλλο ει μη μεγαλοφώνως ν΄αναβοήσωμεν προς σε, χαίρε ημέτερε συμπολίτα χαράν πνευματικήν και αγαλίασιν, διότι ηξιώθης ν΄ακούσης το προ πολλού σοι καταθύμιον, δηλονότι την καλήν έκβασιν της σχολής δια της ενθρονίσεως του σοφού διδασκάλου και εξοχωτάτου κυρίου Στεφάνου Καραθεοδωρή, και τούτου, αγθή τύχη, ημετέρου συμπολίτου. Εύχου λοιπόν μακροζωΐαν και ευζωΐαν τούτου και αγαθήν πρόοδον των νεοφώτων μαθητών.
Εκ της προσόδου της σχολής μας πληρόνονται ήδη τρεις διδάσκαλοι της Ελληνικής σχολής, και τρεις των τριων παιδαγωγικών σχολείων, άτινα εσυστήσαμεν εις τα τρία μεγαλύτερα προάστεια της πολιτείας μας, Ιλδιρίμι, Κιΐκι και Κυρισχανά.
Είθε ο οικονομήσας Κύριος τα πάντα της σχολής μας μέχρι τούδε, να ευδοκήση εις το εξής προς αύξησιν της προσόδου, δια να αυξήσωμεν περισσότερον και να πολυπλασιάσωμεν τους διδασκάλους και τα αναγκαία της σχολής.
Οι Επίτροποι της εν Αδριανουπόλει Σχολής
Μαργαρίτης  Βερόνης
Δημήτριος Ζώτου
Βασίλειος Σωτήριχος


[1] Αυτός φαίνεται είναι ο μεγαλόδωρος εκείνος Αδριανουπολίτης, του οποίου την ευεργεσίαν εκηρύξαμεν ήδη (παράβαλε Λ.Ερμήν ως ανωτέρω), αλλά το όνομα μας ήτον άγνωστον.
[2] Ο λόγος αυτός θα δημοσιευθεί εις επόμενη ανάρτηση του ΕΡ.ΚΕ.Α


 Γ.Ρ

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Επιστολή Αγίου Κυρίλλου (Λόγιος Ερμής 1813)


O αδριανουπολίτης Άγιος Κύριλλος ο Στ΄ Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικός Πατριάρχης  εφρόντιζε ιδιαίτερα τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων με την ίδρυση και σωστή λειτουργία των ελληνικών σχολών.
Στην παρούσα ανάρτηση δημοσιεύουμε επιστολή του προς τον λόγιο Κωνσταντίνο Κούμα για την ανάθεση της διεύθυνσης της ελληνοφιλοσοφικής σχολής εν Κουρούτζεσμε.
Η επιστολή αυτή δημοσιεύθηκε στον Λόγιο Ερμή του 1813 και συνοδεύεται με σχόλια των εκδοτών του.
 
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑΙ ΑΓΓΕΛΙΑΙ[1]
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης και οικουμενικός Πατριάρχης.
Σοφολογιώτατε διδάσκαλε, και ημέτερε κατά πνεύμα υιέ αγαπητέ και περιπόθητε κύριε Κωνσταντίνε Κούμα, χάρις είη τη αυτής σοφολογιότητι και ειρήνη παρά Θεού, παρ΄ημών δε ευχή, ευλογία και συγχώρησις. Των πολλών ένεκα ευεργεσιών και χαρίτων, ων παρά της απείρου αγαθότητος του φιλανθρωποτάτου Θεού ηξιώθημεν, ου μόνον ημείς, εξ αυτής της εις τον βίον εισόδου, αλλά και πάντες οι του γένους περιφανώς συμπροέχοντες, την κατά χρέος ειγνωμοσύνην αποδούναι προηρημένοι, πάσης άλλης πράξεως και αγαθοεργίας προτιμοτέραν τιθέμεθα την προς το ομογενές και ομόφυλον αντίληψιν εν τω καλλίστω της ψυχικής τελειότητος μέρει, δια πορθμεύοντες ούτω προς αυτόν τον μεγαλόδωρον ημών ευεργέτην της ευγνωμοσύνης ημών την απόδοσιν, διο και εμμελέσι φροντίσιν ου διαλείπομεν απαραιτήτως επισκεπτόμενοι και περιθάλποντες τα πανταχού κείμενα του γένους ημών φροντιστήρια προς ψυχικήν τελειότητα και επίδοσιν των ομογενών, πολλώ δη μάλλον προνοούντες περί της εν τω Κουρούτζεσμε του καθ΄ημάς καταστένου ελληνικοφιλοσοφικής σχολής, αφ΄ης ως από πηγής αρχεγόνου εκχείσαι βουλόμεθα τα διειδέστατα της παιδείας και παντοίας μαθήσεως νάματα προς άπαν το γένος δαψιλώς μετοχετευόμενα. Περί αυτής τοίνυν της παγκοίνου του ημετέρου γένους σχολής, σκεπτομένοις ημίν ήδη, και του εν αυτή ευκαίρως και αρμοδίως αποκατασταθησομένου σχολάρχου και διδασκάλου, ως περίτινος βάσεως και αρχής, ή μάλλον ειπείν, ψυχής αναγκαίας προς την εύρυθμον της σχολής κίνησιν, και την σκοπουμένην μεγίστην ωφέλειαν, έδοξε δια κοινής συναινέσεως και ομοφώνου προσπαθείας προσκαλέσασθαι την σην σοφολογιότητα, και εμπιστεύσασαι αυτή την σχολαρχίαν∙  εικότως∙  οίδαμεν γαρ εκ των πραγμάτων το υπερβάλλον της υπολήψεως αυτής, και της διδασκαλίας το εμβριθές, και των γνώσεων το δαψιλές και πολύχουν, και το πεπυκνωμένον και υψηλόν των νοημάτων, ναι δη και το προς επίδοσιν των μαθητιώντων επιμελές και φιλοπονώτατον, και των παραδόσεων το ευμέθοδον, και επί πάσι της διοικήσεως το περιδέξιόν τε και εύστοχον, δι΄ων ουδείς αντερεί λόγος, ως επί την τοιαύτην διδασκαλικήν αναχθείσα καθέδραν, και τας ηνίας της οικουμενικής, ως ειπείν, ταύτης αναζωσαμένη σχολής, αυτή μεν κλέος ανάλογον περιθήσει και αύχημα, τω δε γένει πολλώ μείζονα παρέξεται την ωφέλειαν. Τούτου χάριν και γράφοντες δια της παρούσης ημετέρας πατριαρχικής και συνοδικής επιστολής, προσκαλούμεν αυτήν, και ταις εγκαρδίοις αυχαίς ημών και ευλογίαις, εφοδιάζοντες, προτρεπόμεθα, και πατρικώς εντελλόμεθα, όπως επιδεικνυμένη πραγματικώτερον τον υπέρ της κοινής επιδόσεως του γένους πόθον αυτής, χωρίς τινος δισταγμού και προφάσεως ή καιρού υπερθέσεως οδού αψαμένη, κινήση και έλθη ενταύθα εις βασιλεύουσαν, παραλαβούσα μεθ΄εαυτής τον εντιμολογιώτατον Οικονόμον κύριον Κωνσταντίνον, ικανόν όντα προς την παράδοσιν των γραμματικών και ρητορικών μαθημάτων, και μετά την αισίαν και επιπόθητον εις τα ώδε έλευσιν αυτής, και την εν τη ρηθείση σχολή αποκατάστασιν, προτεθείσης κοινής συνδιασκέψεως, παν είτι φανείη συντελεστικόν προς την καλήν αρμονίαν προχείρως διαπεραιωθήσεται συν Θεώ αντιλήπτορι. Επεί δε η παρ΄αυτής εις τόδε επισκεφθείσα αυτόθι σχολή φυτεία και καταβολή της αυτής τα εικότα, εκλέγουσα και αποθιστώσα εν αυτή άξιον διάδοχον ένα των γνησίων αυτής μαθητών τον μάλλον ικανόν και πρόσφορον, ίνα μη ζημιώται η φιλομαθής νεολαία περί την επί τα πρόσω επίδοσιν, ης ζημίας ουδαμώς ανέχεται η επαγρυπνούσα εκκλησιαστική και κοινή του γένους πρόνοια και διενεργουμένη φροντίς. Κεχηκότες περιμένομεν την φαιδράν αυτής παρουσίαν, ίνα και ταις προσωπικαίς πατρικαίς ημών ευλογίαις καταστέψωμεν αυτήν εν Χριστώ, ου η χάρις, και το άπειρον έλεος είη μετά της σης σοφολογιότητος.
                                                                    αωιγ Νοεμβρίου.
Κωνσταντινουπόλεως και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Καισαρείας Φιλ.όθεος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Εφέσου Διονύσιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Ηρακλείας Μελέτιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Κυζίκου Κωνστάντιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Νικομηδίας Αθανάσιος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Χαλκηδόνος Γεράσιμος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Δέρκων Γρηγόριος και εν Χριστώ ευχέτης.
Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Νεοκαισαρείας … και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.
Λαρίσσης Πολύκαρπος και εν Χριστώ ευχέτης.
Δεβρών Άνθιμος και εν Χριστώ ευχέτης διάπυρος.


[1] Ιδού και άλλη απόδειξις περί του πόσην φροντίδα καταβάλλει η μεγάλη Εκκλησία περί της επιδόσεως του γένους εις την παιδείαν∙ αλλά και το όνομα του προς το παρόν περικλεώς διακοσμούντος τον πατριαρχικόν θρόνον ελπίδας καλάς και μεγάλας δίδει εις τους φίλους του γένους∙ το εξής όμως προ πάντων είναι αξιοσημείωτον εις ταύτην την επιστολήν (την οποίαν φίλος τις στέλλει), ότι προ αναδοχήν της κοινής και πρώτης διδασκαλικής καθέδρας του γένους προσκαλούνται όχι άνδρες αρχαίοι και ευρωτιώντες, αλλ΄οίτινες με μάθησιν βασιμοτέραν, πολυμεστέραν, και ορθοτέραν μόνοι δύνανται να εκπληρώσωσι τας τωρινάς περί την παιδείαν χρείας του γένους, εις τας οποίας βέβαια δεν επαρκούσιν οι του παλαιού μονοτόνου, ξηρού, επιπολαίου και εις πολλά εσφαλμένου συστήματος.









































Γ.Ρ

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ


Ο μοναχισμός διαδόθηκε στη Θράκη κατά τα τέλη του 4ου αι., στα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408).
Κατά την παράδοση όμως, μοναχική ζωή υπήρχε ήδη από τον 2ο - 3ο αι., και συγκεκριμένα στο όρος Γάνος, με την εκεί μετάβαση του οσιομάρτυρος Νίκωνος, όπου και ηγήθηκε αδελφότητας 190 μοναχών.
Στη Θράκη δημιουργήθηκαν δύο μεγάλα μοναστικά κέντρα: στο όρος Γάνος (κατά μήκους της θρακικής ακτής της Προποντίδας στην ανατολική Θράκη), και στο Παπίκιον όρος (πίσω από την Κομοτηνή, στη δυτική Θράκη) και ένα μικρότερο στα Παρόρια (βόρεια Θράκη πίσω από τη Σωζόπολη).
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε τα δύο μεγάλα μοναστικά κέντρα του Γάνου και του Παπίκιου όρους. 

  ΜΟΝΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ  ΓΑΝΟΣ (ΑΝ. ΘΡΑΚΗΣ)
Το όρος Γάνος βρίσκεται στη νοτιοανατολική Θράκη απέναντι και ανατολικά από τη Λάμψακο και εκτείνεται κατά μήκος των βορειοδυτικών ακτών της Προποντίδας, μέχρι την Περιστάση- Sarkoy (δίπλα στην Αίνο).
Τα ιστορικά στοιχεία τοποθετούν τις απαρχές της εκεί μοναχικής ζωής τουλάχιστον το 10ο αι.
Από το πρώτο μισό του 11ου όμως αιώνα, άκμαζε ως εστία μοναχών, με μοναστήρια, σκήτες και κελλιά, οργανωμένη σύμφωνα με τα πρότυπα των λαυρών της Αιγύπτου και της Συρίας. Οι πηγές μαρτυρούν για ανεπτυγμένη μοναστική ζωή μέ υψηλό βαθμό οργάνωσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη διεύθυνση και την πνευματική καθοδήγηση όλων των ενασκουμένων στο Γάνο καθώς και την εκπροσώπηση της μοναστικής τους κοινότητος έναντι των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών είχε ένας αιρετός πνευματικός προϊστάμενος, που όπως συνέβαινε και στο Άγιον Όρος, έφερε το αξίωμα και τον τίτλο του Πρώτου. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Ιωάννης Φουρνάς, που διετέλεσε Πρώτος των μονών του Γάνου, στο πρώτο μισό του 12ου α.
Από το τέλος του 12ου αι., ο μοναστικός οικισμός του Γάνου έπεσε σε παρακμή εξ αιτίας των επιδρομών των Βουλγάρων (1199). Το κακό ολοκλήρωσαν λίγο αργότερα οι Σταυροφόροι.
Με την ανακατάληψη του Γάνου από τους Βυζαντινούς το 1235 και την παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1261) τέθηκαν πάλι οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την αναδιοργάνωση του μοναχικού βίου στο περίφημο αυτό μοναστικό κέντρο. Στην αναλαμπή του μοναχισμού που σημειώθηκε στη συνέχεια, σημαντική θεωρείται η συμβολή του ανδριανουπολίτη αλλά και αγιορείτη, μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Αθανασίου Α΄ (1289-1293 και 1303-1309).
      Η οριστική παρακμή του όρους Γάνος, ως μοναστικού κέντρου, άρχισε στις αρχές του 14ου αι. με τις καταστροφές των Τούρκων στην περιοχή. Πάντως, ο μοναχισμός στο Γάνο, συνέχισε την ύπαρξή του - ίσως όχι με την ίδια ακτινοβολία - και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο και σπαράγματά του υπήρξαν μέχρι το 1922.
 
ΜΟΝΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΠΙΚΙΟΥ ΟΡΟΥΣ (ΔΥΤ. ΘΡΑΚΗΣ)
Το Παπίκιον Όρος ήταν πολύ σπουδαίο βυζαντινό κέντρο μοναχισμού, οργανωμένο σύμφωνα με το πρότυπο του Άθω. Βρισκόταν στα Β.Δ. του νομού, σε απόσταση περίπου 20 χλμ. από την Κομοτηνή και στην περιοχή των χωριών Ληνός, Πολύανθος, Σώστης, Κερασιά.
Η πρώτη αναφορά του Παπικίου γίνεται το 1083 στο Τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού για τη Μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου), όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις μοναχών στην περιοχή θα πρέπει να αναχθούν σε προγενέστερους χρόνους, πιθανότατα στην εποχή της Εικονομαχίας. Ήταν φυσικό για τους εικονολάτρες μοναχούς των αστικών κέντρων να αναζητήσουν καινούργιους τόπους λατρείας και άσκησης σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.
Από την παράθεση και συσχέτιση των προσφερομένων ιστορικών μαρτυριών συμπεραίνεται ότι το μοναστικό κέντρο του Παπικίου βρισκόταν σε μεγάλη ακμή κατά τον 11ο – 12ο αι.
Από το 13ο αι. και μετά σημειώνεται μια καθοριστική κάμψη στη ζωή του μοναστικού κέντρου, που φθάνει σε πλήρη παρακμή στα τέλη του 14ου αι.
Στο Παπίκιον υπήρχαν μία σειρά από μονές, όπως της Παναγίας της Τζεντζελουκιώτισσας, του Αγίου Γεωργίου, τα ονόματα των οποίων μαρτυρούνται από τις πηγές. Οι θέσεις αρκετών από τα μοναστήρια αυτά έχουν εντοπισθεί κοντά στα χωριά Σώστης, Ληνός και Πολύανθος.
Με την ιστορία του Παπικίου συνδέονται τα ονόματα του Γρηγορίου Παλαμά και του οσίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτη, που επισκέφθηκαν τη μοναστική κοινότητα στις αρχές του 14ου αι. και έμειναν στην περιοχή για σύντομο χρονικό διάστημα.
Στα μεταβυζαντινά χρόνια το Παπίκιον δεν υπάρχει ως μοναστικό κέντρο. Κοντά στα ερείπια των μοναστηριακών συγκροτημάτων ιδρύονται μικροί οικισμοί, οι κάτοικοι των οποίων εκμεταλλεύονταν τα γύρω από τα μοναστήρια καλλιεργήσιμα κτήματα.
Όπως και στα άλλα μοναστικά κέντρα, έτσι και στο Παπίκιον, η πρώτη μορφή κοινοβιακού βίου θα πρέπει να ήταν η «ερημική». Το κοινοβιακό σύστημα εισήχθηκε αργότερα. Ο κοινοβιακός τρόπος μοναχισμού, που εφαρμόστηκε στο Παπίκιον, αποδεικνύεται σήμερα και με ανασκαφικά δεδομένα, μετά δηλαδή την αποκάλυψη οργανωμένων μοναστηριακών συγκροτημάτων κατά το κοινόβιο σύστημα. Η ανάπτυξη του κοινοβιακού συστήματος δεν κατήργησε τον ερημικό μοναχικό βίο.
Από τα τέλη του 12ου αι. σώζεται επιστολή του διάσημου κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνα προς «τον καθηγητήν (Πρώτον) των κατά το Παπίκιον μοναστηρίων». Η μοναστική οργάνωση του Παπικίου, με τους θεσμούς του Πρώτου και του Δικαίου, φανερώνει την αλληλεπίδραση των μοναστικών κέντρων στον τομέα της διοίκησης.
Η ονομασία του Παπικίου και γενικότερα της Ροδόπης σε Despot Dag (όρος του Θεού) αποτελεί ανάμνηση του μοναχισμού που αναπτύχθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο.
 Γ. Ρ